ιοχέαιρα

ιοχέαιρα
(I)
ἰοχέαιρα, ἡ (Α)
1. (επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («ἰοχέαιρα παρθένος», Πίνδ.)
2. ως κύρ. όν. ἡ Ἰοχέαιρα
η Άρτεμις
3. αργότ. και επίθ. τής φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («ἰοχέαιρα φαρέτρα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙ) + -χέαιρα. Το β' συνθετικό < χέω κατ' αναλογία προς τα γέρ-αιρα, χίμ-αιρα ή από αμάρτυρο ρηματικό παρ. *χεFαρ. Κατ' άλλη άποψη -χέαιρα < χείρ, οπότε η δομή τού συνθ. είναι ανάλογη τού αρχ. ινδ. isu-hasta- «που κρατάει βέλος στο χέρι του». Η άποψη αυτή ωστόσο δεν ερμηνεύει το ἰοχέαιρα (ΙΙ)·].
————————
(II)
ἰοχέαιρα, ἡ (Α)
(ως επίθ. τού φιδιού ασπίς*) αυτή που εκχύνει δηλητήριο («ἰοχέαιραν τἠν ἀσπίδα τὸ ζῷον», Νίκ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙΙ) + -χέαιρα. Βλ. ιοχέαιρα (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἰοχέαιρα — ἰ̱οχέαιρα , ἰοχέαιρα arrow pourer fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

  • NIOBE — I. NIOBE Laconicae fons, Plin. l. 4. c. 5. II. NIOBE filia Phoronei, mater Argi et Pelasgi. Item filia Tantali, soror Pelopis, uxor autem Amphionis, Regis Thebanorum, quae cum viro suo sex filios, totidemque filias peperisset, animô elata,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ἰοχεαίρης — ἰ̱οχεαίρης , ἰοχέαιρα arrow pourer fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοχεαίρῃ — ἰ̱οχεαίρῃ , ἰοχέαιρα arrow pourer fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοχέαιραν — ἰ̱οχέαιραν , ἰοχέαιρα arrow pourer fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”