- ιοχέαιρα
- (I)ἰοχέαιρα, ἡ (Α)1. (επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («ἰοχέαιρα παρθένος», Πίνδ.)2. ως κύρ. όν. ἡ Ἰοχέαιραη Άρτεμις3. αργότ. και επίθ. τής φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («ἰοχέαιρα φαρέτρα», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙ) + -χέαιρα. Το β' συνθετικό < χέω κατ' αναλογία προς τα γέρ-αιρα, χίμ-αιρα ή από αμάρτυρο ρηματικό παρ. *χεFαρ. Κατ' άλλη άποψη -χέαιρα < χείρ, οπότε η δομή τού συνθ. είναι ανάλογη τού αρχ. ινδ. isu-hasta- «που κρατάει βέλος στο χέρι του». Η άποψη αυτή ωστόσο δεν ερμηνεύει το ἰοχέαιρα (ΙΙ)·].————————(II)ἰοχέαιρα, ἡ (Α)(ως επίθ. τού φιδιού ασπίς*) αυτή που εκχύνει δηλητήριο («ἰοχέαιραν τἠν ἀσπίδα τὸ ζῷον», Νίκ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙΙ) + -χέαιρα. Βλ. ιοχέαιρα (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.